- ἐπιτραπεζίου
- ἐπιτραπέζιοςonmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλογραβιέρα — η είδος σκληρού επιτραπέζιου τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλοτύρι + γραβιέρα, με συμφυρμό] … Dictionary of Greek
ντάμα — η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού) (κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινα («αφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.) νεοελλ. 1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά τής τράπουλας 2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται … Dictionary of Greek
νταμάτος — και νταμάδος, η, ο (για υφάσματα) αυτός που έχει επάνω του υφασμένα ή σταμπαρισμένα συνεχόμενα μικρά τετράγωνα, όπως αυτά τού πίνακα που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι τής ντάμας, νταμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» +… … Dictionary of Greek
νταμωτός — ή, ό ο νταμάτος, αυτός που έχει επιφάνεια διαιρεμένη σε τετραγωνίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός)] … Dictionary of Greek
ντόμινο — το 1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί 2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες 3. (κατ επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα 4. είδος επιτραπέζιου… … Dictionary of Greek
ξεθέρμισμα — το [ξεθερμίζω] ξέπλυμα μαγειρικού ή επιτραπέζιου σκεύους με ζεστό σταχτόνερο … Dictionary of Greek
παρτίδα — η 1. μέρος, τμήμα ενός συνόλου, ιδίως εμπορεύματος 2. ολοκληρωμένη διαδικασία τυχερού ή άλλου επιτραπέζιου παιχνιδιού (α. «μια παρτίδα σκάκι» β. «δύο παρτίδες τάβλι») 3. πληθ. οι παρτίδες σχέσεις, δοσοληψίες («δεν έχω παρτίδες μαζί του»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πούλι — το, Ν 1. πεσσός, πιόνι επιτραπέζιου παιχνιδιού 2. η πούλια 3. γραμματόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pul < αρχ. φόλλις «μικρό νόμισμα» (< λατ. follis)] … Dictionary of Greek
σιναποδόχη — η, Ν λόγια ονομασία τού επιτραπέζιου σκεύους στο οποίο τοποθετείται η μουστάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
αετονύχι — το και αϊτονύχι, το είδος επιτραπέζιου σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)